- αβδελλοκόκκαλο
- τοτο κόκκαλο τής (α)βδέλλας, δηλ. το ανύπαρκτο, γιατί ή βδέλλα δεν έχει κόκκαλο. Η λέξη χρησιμοποιείται μεταφορικά για καθετί ανύπαρκτο και φανταστικό, όπως λ.χ. στις φρ. «έκατσε στον λαιμό του ένα αβδελλοκόκκαλο» (σε αστειολογία)«πουλάει αβδελλοκόκκαλα» (ειρωνικά για άνεργο).
Dictionary of Greek. 2013.