αβδελλοκόκκαλο

αβδελλοκόκκαλο
το
το κόκκαλο τής (α)βδέλλας, δηλ. το ανύπαρκτο, γιατί ή βδέλλα δεν έχει κόκκαλο. Η λέξη χρησιμοποιείται μεταφορικά για καθετί ανύπαρκτο και φανταστικό, όπως λ.χ. στις φρ. «έκατσε στον λαιμό του ένα αβδελλοκόκκαλο» (σε αστειολογία)
«πουλάει αβδελλοκόκκαλα» (ειρωνικά για άνεργο).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αβδέλλα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.300 μ., 448 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στις πλαγιές της Πίνδου. Αποτελεί έδρα της ομώνυμης κοινότητας. * * * η 1. υδρόβιος δακτυλιοσκώληκας (βλ. βδέλλα) 2. κν. ονομ. με την οποία είναι γνωστή, σε ορισμένες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”